- ἐπίκοινα
- ἐπίκοινοςcommon to manyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… … Dictionary of Greek
επίκοινος — η, ο 1. που ανήκει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερους, ο κοινός σε πολλούς, ο συντροφικός. 2. (γραμμ.), «επίκοινα ονόματα», ουσιαστικά ονόματα ζώων με ένα μόνο γραμματικό γένος για τα δύο φύλα, π.χ. αϊτός, λαγός, αλεπού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Род — Род грамматическая категория, свойственная разным частям речи и состоящая в распределении слов или форм по двум или трём классам, традиционно соотносимым с признаками пола или их отсутствием; эти классы принято называть мужской, женский, средний … Лингвистический энциклопедический словарь